Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσείκελος
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι2
προσείρομαι
προσείρω
προσεισάγω
προσεισδέχομαι
προσεισέρχομαι
προσεισευπορέω
προσεισκρίνω
προσεισοδιασμός
προσεισπράσσω
προσεισφέρω
προσεισφορά
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκβοάω
View word page
προσεισδέχομαι
receive in addition

ShortDef

receive in addition

Debugging

Headword:
προσεισδέχομαι
Headword (normalized):
προσεισδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεισδεχομαι
IDX:
75170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75171
Key:

Data

{'content': 'receive in addition'}