Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι2
προσείρομαι
προσείρω
προσεισάγω
προσεισδέχομαι
προσεισέρχομαι
προσεισευπορέω
προσεισκρίνω
προσεισοδιασμός
προσεισπράσσω
προσεισφέρω
προσεισφορά
View word page
προσείρομαι
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
προσείρομαι
Headword (normalized):
προσείρομαι
Headword (normalized/stripped):
προσειρομαι
IDX:
75167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75168
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}