Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι2
προσείρομαι
προσείρω
προσεισάγω
View word page
προσεικάζω
to make like, assimilate

ShortDef

to make like, assimilate

Debugging

Headword:
προσεικάζω
Headword (normalized):
προσεικάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεικαζω
IDX:
75159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75160
Key:

Data

{'content': 'to make like, assimilate'}