Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι2
προσείρομαι
προσείρω
View word page
προσείδομαι
to resemble

ShortDef

to resemble

Debugging

Headword:
προσείδομαι
Headword (normalized):
προσείδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσειδομαι
IDX:
75158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75159
Key:

Data

{'content': 'to resemble'}