Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι2
View word page
προσεθιστέον
one must accustom

ShortDef

one must accustom

Debugging

Headword:
προσεθιστέον
Headword (normalized):
προσεθιστέον
Headword (normalized/stripped):
προσεθιστεον
IDX:
75156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75157
Key:

Data

{'content': 'one must accustom'}