Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
πρόσειμι
View word page
προσεθισμός
habituation

ShortDef

habituation

Debugging

Headword:
προσεθισμός
Headword (normalized):
προσεθισμός
Headword (normalized/stripped):
προσεθισμος
IDX:
75155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75156
Key:

Data

{'content': 'habituation'}