Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικής
προσειλέω
προσείλημα
πρόσειλος
View word page
προσεθίζω
to accustom

ShortDef

to accustom

Debugging

Headword:
προσεθίζω
Headword (normalized):
προσεθίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεθιζω
IDX:
75154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75155
Key:

Data

{'content': 'to accustom'}