Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικής
προσειλέω
View word page
προσεδρικῶς
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
προσεδρικῶς
Headword (normalized):
προσεδρικῶς
Headword (normalized/stripped):
προσεδρικως
IDX:
75152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75153
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}