Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
προσείκελος
View word page
προσεδρευτικός
importunate
ShortDef
importunate
Debugging
Headword:
προσεδρευτικός
Headword (normalized):
προσεδρευτικός
Headword (normalized/stripped):
προσεδρευτικος
IDX:
75150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75151
Key:
Data
{'content': 'importunate'}