Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
προσεικάζω
View word page
προσεδρεία
a sitting by

ShortDef

a sitting by

Debugging

Headword:
προσεδρεία
Headword (normalized):
προσεδρεία
Headword (normalized/stripped):
προσεδρεια
IDX:
75149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75150
Key:

Data

{'content': 'a sitting by'}