Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
προσειδής
προσείδομαι
View word page
προσεδαφίζω
to fasten to the ground

ShortDef

to fasten to the ground

Debugging

Headword:
προσεδαφίζω
Headword (normalized):
προσεδαφίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεδαφιζω
IDX:
75148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75149
Key:

Data

{'content': 'to fasten to the ground'}