Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεθισμός
προσεθιστέον
View word page
προσεγχρίω
to besmear besides

ShortDef

to besmear besides

Debugging

Headword:
προσεγχρίω
Headword (normalized):
προσεγχρίω
Headword (normalized/stripped):
προσεγχριω
IDX:
75146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75147
Key:

Data

{'content': 'to besmear besides'}