Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρευτικός
προσεδρεύω
προσεδρικῶς
View word page
προσεγκολάπτω
engrave in addition

ShortDef

engrave in addition

Debugging

Headword:
προσεγκολάπτω
Headword (normalized):
προσεγκολάπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεγκολαπτω
IDX:
75142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75143
Key:

Data

{'content': 'engrave in addition'}