Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
προσεδρεία
View word page
προσεγείρω
lift up

ShortDef

lift up

Debugging

Headword:
προσεγείρω
Headword (normalized):
προσεγείρω
Headword (normalized/stripped):
προσεγειρω
IDX:
75139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75140
Key:

Data

{'content': 'lift up'}