Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
προσεγχώννυμι
προσεδαφίζω
View word page
προσεγγυάομαι
to become surety besides

ShortDef

to become surety besides

Debugging

Headword:
προσεγγυάομαι
Headword (normalized):
προσεγγυάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεγγυαομαι
IDX:
75138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75139
Key:

Data

{'content': 'to become surety besides'}