Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
προσεγχρίω
View word page
προσεγγίζω
to approach
ShortDef
to approach
Debugging
Headword:
προσεγγίζω
Headword (normalized):
προσεγγίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεγγιζω
IDX:
75136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75137
Key:
Data
{'content': 'to approach'}