Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
προσεγχρίμπτω
View word page
προσεγγελάω
laugh at
ShortDef
laugh at
Debugging
Headword:
προσεγγελάω
Headword (normalized):
προσεγγελάω
Headword (normalized/stripped):
προσεγγελαω
IDX:
75135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75136
Key:
Data
{'content': 'laugh at'}