Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
προσεγχέω
View word page
προσεβάζομαι
reverence
ShortDef
reverence
Debugging
Headword:
προσεβάζομαι
Headword (normalized):
προσεβάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεβαζομαι
IDX:
75134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75135
Key:
Data
{'content': 'reverence'}