Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδοξάζω
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
προσεγκολάπτω
προσεγρήγορα
View word page
προσεάω
to suffer to go further

ShortDef

to suffer to go further

Debugging

Headword:
προσεάω
Headword (normalized):
προσεάω
Headword (normalized/stripped):
προσεαω
IDX:
75133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75134
Key:

Data

{'content': 'to suffer to go further'}