Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδοκία
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
προσεγκαλέω
προσεγκελεύομαι
View word page
προσδυσχεραίνω
to be annoyed with

ShortDef

to be annoyed with

Debugging

Headword:
προσδυσχεραίνω
Headword (normalized):
προσδυσχεραίνω
Headword (normalized/stripped):
προσδυσχεραινω
IDX:
75131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75132
Key:

Data

{'content': 'to be annoyed with'}