Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδοκητέον
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγείρω
View word page
προσδύνω
to be near setting

ShortDef

to be near setting

Debugging

Headword:
προσδύνω
Headword (normalized):
προσδύνω
Headword (normalized/stripped):
προσδυνω
IDX:
75129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75130
Key:

Data

{'content': 'to be near setting'}