Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέον
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
προσεγγίζω
View word page
προσδουλεύω
to be a slave besides

ShortDef

to be a slave besides

Debugging

Headword:
προσδουλεύω
Headword (normalized):
προσδουλεύω
Headword (normalized/stripped):
προσδουλευω
IDX:
75126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75127
Key:

Data

{'content': 'to be a slave besides'}