Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσδιφος
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέον
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
προσδυσχεραίνω
προσδωρέομαι
προσεάω
προσεβάζομαι
προσεγγελάω
View word page
πρόσδοσις
additional donation

ShortDef

additional donation

Debugging

Headword:
πρόσδοσις
Headword (normalized):
πρόσδοσις
Headword (normalized/stripped):
προσδοσις
IDX:
75125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75126
Key:

Data

{'content': 'additional donation'}