Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
προσδιοριστέον
πρόσδιφος
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέον
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
προσδυσκολαίνω
View word page
προσδοκητός
expected
ShortDef
expected
Debugging
Headword:
προσδοκητός
Headword (normalized):
προσδοκητός
Headword (normalized/stripped):
προσδοκητος
IDX:
75120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75121
Key:
Data
{'content': 'expected'}