Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
προσδιοριστέον
πρόσδιφος
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέον
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδόσιμον
πρόσδοσις
προσδουλεύω
προσδοχή
προσδρομή
προσδύνω
View word page
προσδοκητέον
one must await

ShortDef

one must await

Debugging

Headword:
προσδοκητέον
Headword (normalized):
προσδοκητέον
Headword (normalized/stripped):
προσδοκητεον
IDX:
75119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75120
Key:

Data

{'content': 'one must await'}