Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
προσδιηθέω
προσδιίστημι
προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
προσδιοριστέον
πρόσδιφος
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέον
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
View word page
προσδιορίζω
to define
ShortDef
to define
Debugging
Headword:
προσδιορίζω
Headword (normalized):
προσδιορίζω
Headword (normalized/stripped):
προσδιοριζω
IDX:
75112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75113
Key:
Data
{'content': 'to define'}