Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
προσδιηθέω
προσδιίστημι
προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
προσδιοριστέον
πρόσδιφος
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέον
προσδοκητός
View word page
προσδιοικέω
settle

ShortDef

settle

Debugging

Headword:
προσδιοικέω
Headword (normalized):
προσδιοικέω
Headword (normalized/stripped):
προσδιοικεω
IDX:
75110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75111
Key:

Data

{'content': 'settle'}