Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
προσδιηθέω
προσδιίστημι
προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
προσδιοριστέον
πρόσδιφος
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέον
View word page
προσδικάζω
award as a judge, mid. make a further claim in a suit
ShortDef
award as a judge, mid. make a further claim in a suit
Debugging
Headword:
προσδικάζω
Headword (normalized):
προσδικάζω
Headword (normalized/stripped):
προσδικαζω
IDX:
75109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75110
Key:
Data
{'content': 'award as a judge, mid. make a further claim in a suit'}