Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
προσδιηθέω
προσδιίστημι
προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
προσδιοριστέον
πρόσδιφος
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
View word page
προσδιίστημι
separate, dilate, widen further

ShortDef

separate, dilate, widen further

Debugging

Headword:
προσδιίστημι
Headword (normalized):
προσδιίστημι
Headword (normalized/stripped):
προσδιιστημι
IDX:
75108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75109
Key:

Data

{'content': 'separate, dilate, widen further'}