Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
προσδιηθέω
προσδιίστημι
προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
προσδιοριστέον
View word page
προσδιέρχομαι
pass through besides

ShortDef

pass through besides

Debugging

Headword:
προσδιέρχομαι
Headword (normalized):
προσδιέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιερχομαι
IDX:
75104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75105
Key:

Data

{'content': 'pass through besides'}