Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
προσδιηθέω
προσδιίστημι
προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδιορισμός
View word page
προσδιερευνάομαι
explore, examine thoroughly besides

ShortDef

explore, examine thoroughly besides

Debugging

Headword:
προσδιερευνάομαι
Headword (normalized):
προσδιερευνάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιερευναομαι
IDX:
75103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75104
Key:

Data

{'content': 'explore, examine thoroughly besides'}