Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
προσδιηθέω
προσδιίστημι
προσδικάζω
προσδιοικέω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
View word page
προσδιεγγυάω
give additional security for
ShortDef
give additional security for
Debugging
Headword:
προσδιεγγυάω
Headword (normalized):
προσδιεγγυάω
Headword (normalized/stripped):
προσδιεγγυαω
IDX:
75102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75103
Key:
Data
{'content': 'give additional security for'}