Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
προσδιηγέομαι
View word page
προσδιατρίβω
have intercourse with

ShortDef

have intercourse with

Debugging

Headword:
προσδιατρίβω
Headword (normalized):
προσδιατρίβω
Headword (normalized/stripped):
προσδιατριβω
IDX:
75096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75097
Key:

Data

{'content': 'have intercourse with'}