Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
προσδιευκρινέω
View word page
προσδιατίθημι
affect besides

ShortDef

affect besides

Debugging

Headword:
προσδιατίθημι
Headword (normalized):
προσδιατίθημι
Headword (normalized/stripped):
προσδιατιθημι
IDX:
75095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75096
Key:

Data

{'content': 'affect besides'}