Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιεγγυάω
προσδιερευνάομαι
προσδιέρχομαι
View word page
προσδιατείνω
distend further

ShortDef

distend further

Debugging

Headword:
προσδιατείνω
Headword (normalized):
προσδιατείνω
Headword (normalized/stripped):
προσδιατεινω
IDX:
75094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75095
Key:

Data

{'content': 'distend further'}