Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
View word page
προσδιασύρω
satirize

ShortDef

satirize

Debugging

Headword:
προσδιασύρω
Headword (normalized):
προσδιασύρω
Headword (normalized/stripped):
προσδιασυρω
IDX:
75091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75092
Key:

Data

{'content': 'satirize'}