Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
προσδιατίθημι
προσδιατρίβω
προσδιαφέρομαι
προσδιαφθείρω
προσδιαφορέω
View word page
προσδιαστέλλω
distend further

ShortDef

distend further

Debugging

Headword:
προσδιαστέλλω
Headword (normalized):
προσδιαστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαστελλω
IDX:
75089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75090
Key:

Data

{'content': 'distend further'}