Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
προσδιατείνω
View word page
προσδιαρπάζω
plunder besides

ShortDef

plunder besides

Debugging

Headword:
προσδιαρπάζω
Headword (normalized):
προσδιαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαρπαζω
IDX:
75084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75085
Key:

Data

{'content': 'plunder besides'}