Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιασάφησις
προσδιασείω
προσδιασταλτέον
προσδιαστέλλω
προσδιαστρέφω
προσδιασύρω
προσδιαταράσσω
προσδιατάσσω
View word page
προσδιαρκέω
last longer

ShortDef

last longer

Debugging

Headword:
προσδιαρκέω
Headword (normalized):
προσδιαρκέω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαρκεω
IDX:
75083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75084
Key:

Data

{'content': 'last longer'}