Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
προσδιαπράσσω
προσδιαρθρόω
προσδιαρκέω
προσδιαρπάζω
View word page
προσδιαναγκάζω
assist in forcing

ShortDef

assist in forcing

Debugging

Headword:
προσδιαναγκάζω
Headword (normalized):
προσδιαναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαναγκαζω
IDX:
75074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75075
Key:

Data

{'content': 'assist in forcing'}