Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
προσδιαπορέω
View word page
προσδιαληπτέον
one must hold, consider in addition

ShortDef

one must hold, consider in addition

Debugging

Headword:
προσδιαληπτέον
Headword (normalized):
προσδιαληπτέον
Headword (normalized/stripped):
προσδιαληπτεον
IDX:
75070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75071
Key:

Data

{'content': 'one must hold, consider in addition'}