Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
προσδιαπολεμέω
View word page
προσδιαλέγομαι
to answer in conversation

ShortDef

to answer in conversation

Debugging

Headword:
προσδιαλέγομαι
Headword (normalized):
προσδιαλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιαλεγομαι
IDX:
75069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75070
Key:

Data

{'content': 'to answer in conversation'}