Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
προσδιανέμω
προσδιανίσταμαι
προσδιανοέομαι
προσδιανοητέον
View word page
προσδιαλαμβάνω
consider as well

ShortDef

consider as well

Debugging

Headword:
προσδιαλαμβάνω
Headword (normalized):
προσδιαλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαλαμβανω
IDX:
75068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75069
Key:

Data

{'content': 'consider as well'}