Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαχέω
προσδιαναγκάζω
View word page
προσδιαιρέω
apportion, mid. distinguish further
ShortDef
apportion, mid. distinguish further
Debugging
Headword:
προσδιαιρέω
Headword (normalized):
προσδιαιρέω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαιρεω
IDX:
75064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75065
Key:
Data
{'content': 'apportion, mid. distinguish further'}