Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
προσδιαμαρτυρέω
View word page
προσδιαγράφω
pay in addition

ShortDef

pay in addition

Debugging

Headword:
προσδιαγράφω
Headword (normalized):
προσδιαγράφω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαγραφω
IDX:
75062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75063
Key:

Data

{'content': 'pay in addition'}