Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
προσδιαλύω
View word page
προσδιαβάλλω
to insinuate besides

ShortDef

to insinuate besides

Debugging

Headword:
προσδιαβάλλω
Headword (normalized):
προσδιαβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαβαλλω
IDX:
75061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75062
Key:

Data

{'content': 'to insinuate besides'}