Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
προσδιαλέγομαι
προσδιαληπτέον
View word page
προσδημαγωγέω
win the favour of

ShortDef

win the favour of

Debugging

Headword:
προσδημαγωγέω
Headword (normalized):
προσδημαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
προσδημαγωγεω
IDX:
75060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75061
Key:

Data

{'content': 'win the favour of'}