Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
προσδιακρίνω
προσδιαλαμβάνω
View word page
προσδηλέομαι
to ruin

ShortDef

to ruin

Debugging

Headword:
προσδηλέομαι
Headword (normalized):
προσδηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδηλεομαι
IDX:
75058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75059
Key:

Data

{'content': 'to ruin'}