Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
προσδιακριβόω
View word page
προσδέω
to bind on
ShortDef
to bind on
to need besides
Debugging
Headword:
προσδέω
Headword (normalized):
προσδέω
Headword (normalized/stripped):
προσδεω
IDX:
75056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75057
Key:
Data
{'content': 'to bind on'}