Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
προσδιαιτάομαι
View word page
προσδεχομένως
too accommodatingly

ShortDef

too accommodatingly

Debugging

Headword:
προσδεχομένως
Headword (normalized):
προσδεχομένως
Headword (normalized/stripped):
προσδεχομενως
IDX:
75055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75056
Key:

Data

{'content': 'too accommodatingly'}